- ἰσόθι
- ἰσόθι, Arc. Adv.A within,
ἰ. πλέθρω SIG306.13
(Tegea, iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰ. πλέθρω SIG306.13
(Tegea, iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισόθι — ἰσόθι (Α) επίρρ. (αρκαδ. τ.) εντός, εσωτερικά, μέσα στα όρια («ἰσόθι πλέθρῳ» μέσα στα όρια ενός πλέθρου). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος + επιρρ. κατάλ. θι*] … Dictionary of Greek